πορνοφίλας

πορνοφίλας
πορνοφίλᾱς , πορνοφίλας
masc acc pl (doric)
πορνοφίλᾱς , πορνοφίλας
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πορνοφίλης — ὁ, δωρ. τ. πορνοφίλας, Α αυτός που αγαπά τις πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + φίλης (< φίλος), πρβλ. παιδο φίλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”